φωτομηχανικός

φωτομηχανικός
-ή, -ό
αυτός που χρησιμοποιεί τη φωτογραφία για κατασκευή τύπων από τους οποίους παράγονται πολλαπλά αντίτυπα με κατάλληλο τυπογραφικό πιεστήριο και γραφικά χρώματα: Φωτομηχανική μέθοδος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωτομηχανικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που συνδυάζει ιδιότητες αναφερόμενες στο φως και στη μηχανική («φωτομηχανική διεργασία») 2. φρ. «φωτομηχανική αναπαραγωγή» (τυπογρ.) το σύνολο τών μεθόδων και διεργασιών τυπογραφικής αναπαραγωγής κατά τις οποίες χρησιμοποιείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”